κατευμεγεθῶ

κατευμεγεθῶ
κατευμεγεθέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κατευμεγεθέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευμεγεθώ — κατευμεγεθῶ, έω (AM) 1. είμαι ισχυρότερος, επικρατώ κατά το μέγεθος ή κατά τη δύναμη 2. καταδυναστεύω, νικώ αρχ. 1. καταπνίγω, καταπιέζω, καταστέλλω 2. κερδίζω, αποκτώ, επιτυγχάνω 3. συμπληρώνω, τελειώνω, κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”